πικάρω

πικάρω
(λ. ιταλ.), πικάρισα, πικαρίστηκα, πικαρισμένος
1. μτβ., κάνω κάποιον να πειραχτεί, θυμώνω κάποιον, τον πεισματώνω: Μην τον πικάρεις κάθε τόσο με τα λόγια σου.
2. αμτβ., πεισμώνω, θυμώνω, πειράζομαι, θίγομαι: Πικαρίστηκα μ' αυτό που μου έκανε και δεν τον χαιρετώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πικάρω — πικάρω, πίκαρα και πικάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικάρω — και πικαρίζω, Ν πειράζω κάποιον, συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να τόν κάνω να πεισμώσει ή να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccare (< picca «αιχμή)] …   Dictionary of Greek

  • πικάρισμα — το, Ν [πικάρω/πικαρίζω] 1. πείραγμα, πρόκληση θυμού ή πείσματος 2. πείσμα, θυμός 3. συγκόλληση χημικού λιθογραφικού φύλλου χαρτιού επάνω σε άλλο με διάτρηση και όχι με κολλητική ουσία …   Dictionary of Greek

  • πικάρισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πικάρω, πείραγμα, πεισμάτωμα: Του έκανες απαράδεχτο πικάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικαρίζω — βλ. πικάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”